Ὁ ουρανός έχει ανέβει ψηλά, πάνω άπ΄ τη χειμωνιάτικη μέρα, βλέπει καθαρά και προσπαθεί να καταλάβει τί γίνεται στήν Αθήνα.

Γιατί παλεύουν, γιατί χτυπιούνται αυτοί οι άνθρωποι; ᾿Από το ίδιο γένος είναι, το ίδιο χρώμα έχουν, το ίδιο πάνω κάτω μπόι, την ίδια γλώσσα μιλάνε. Για όλους το ίδιο καλός είναι ὁ ήλιος και ζεσταίνει όσο μπορεί περισσότερο

το Φλεβάρικο πρωινό. Όμως βλέπει κι απορεί. Κι ὁ ήλιος ξανοίγει πιο πολύ τα μάτια του για να  δει καλύτερα, γίνεται περισσότερο φως, μα και πάλι δεν καταλαβαίνει.

Τί έπαθαν οι άνθρωποι τής Αθήνας; Γιατί χτυπιούνται, γιατί σκοτώνονται μέσα στην ευλογία πού αυτός τούς ρίχνει, μέσα στη ζεστασιά πού τούς χαρίζει; Έχει δει πολλά ὁ ήλιος τής Αθήνας, ξέρει τούς ανθρώπους της από τα πανάρχαια χρόνια και μπορεί αν διηγηθεί ωραίες μα και απίστευτες ιστορίες, αγώνες και συμφορές πού, σέ πολλά, έγιναν ἡ ράχη τού κόσμου τούτου, τού κόσμου μας. Έχει την πείρα τον ουρανών. Μα τώρα βλέπει και σαστίζει. Ποιος έχει το δίκιο; Κείνοι πού θέλουν να προχωρήσουν ή οι άλλοι πού τούς μποδίζουν να περάσουν;

Δεν κουράζεται να κοιτάζει ὁ ήλιος. Δεν κλείνει τα μάτια του ούτε κι όταν βλέπει αίμα στην πλατεία. Τ’ ανοίγει μάλιστα πιο πολύ, ρίχνει περισσότερο φως, για να ιδούν και οι άνθρωποι τής πλατείας τί κάνουν, σέ τί όλεθρο οδηγούν την αγαπημένη τους πολιτεία.

Μα το μίσος δεν καταφέρνει να το διαλύσει ούτε το πιο δυνατό φως. Μένει το μίσος σαν μικρό πυκνό σύγνεφο  γύρω από κάθε οργισμένο άνθρωπο, γύρω από κάθε απειλητικό πρόσωπο σαν πύρινο στεφάνι, και δεν τον αφήνει να δει το άλλο πρόσωπο, το αντικρινό οργισμένο πρόσωπο, πού είναι ὁ  ίδιος ὁ αυτός του, ὁ άνθρωπος τής ίδιας πολιτείας, της ίδιας γης, με το ίδιο αίμα, με την ίδια ρίζα.

απόσπασμα απο την ομιλία του Παν. Κανελλόπουλου στην Ακαδημία Αθηνών